γεωργήσιμος

γεωργήσιμος
η , ο [ος , ον ] пригодный для земледелия, пахотный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γεωργήσιμος" в других словарях:

  • γεωργήσιμος — tilled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργήσιμος — η, ο (AM γεωργήσιμος, ον) [γεωργώ] ο κατάλληλος για καλλιέργεια, καλλιεργήσιμος …   Dictionary of Greek

  • γεωργήσιμον — γεωργήσιμος tilled masc/fem acc sg γεωργήσιμος tilled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργησίμοις — γεωργήσιμος tilled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργησίμῳ — γεωργήσιμος tilled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργήσιμα — γεωργήσιμος tilled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»